- κλαυθμηρός
- η , ό [ά , όν ] см. κλαψιάρικος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλαυθμηρός — κλαυθμηρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, θρηνητικός, κλαψιάρικος, πένθιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυθμός + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] … Dictionary of Greek
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
κλαυθμηρίζω — (Α) [κλαυθμηρός] κλαυθμυρίζω*. χύνω δάκρυα, θρηνώ … Dictionary of Greek